Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡ λεκτική

См. также в других словарях:

  • λεκτικῇ — λεκτικός good at speaking fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεκτική — λεκτικός good at speaking fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξία — Μορφή αφασίας, κατά την οποία παρατηρείται αδυναμία ανάγνωσης και προφορικής έκφρασης λέξεων. Ονομάζεται και λεκτική τύφλωση και μπορεί να είναι μερική ή ολική, να συνδέεται δηλαδή με ορισμένα ή με όλα τα γράμματα. Η α. οφείλεται σε οργανικές… …   Dictionary of Greek

  • κώφωση — Έλλειψη της αντίληψης των ήχων. Μπορεί να είναι πλήρης ή να περιορίζεται σε εξασθένηση της ακουστικής οξύτητας (βαρηκοΐα) ή επίσης μπορεί να αφορά ολόκληρη την κλίμακα των ήχων ή μόνο ορισμένες συχνότητες (ακουστικά κενά). Το μέγεθος, ο τύπος, η… …   Dictionary of Greek

  • λεκτικός — ή, ό (AM λεκτικός, ή, όν) [λεκτός] 1. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην έκφραση διά τού λόγου (α. «τοῑς μὲν γὰρ λεκτικοῑς τῶν λόγων ἁπλῶς καὶ ὁμοίως οἷς ἂν ἐκ τοῡ παραχρῆμά τις εἴποι πρέπει γεγράφθαι», Δημοσθ. β. «ὁ λεκτικὸς τρόπος» η δυνατότητα …   Dictionary of Greek

  • ВООБРАЖЕНИЕ — фантазия способность человеческого сознания создавать образы, не имеющие непосредственных аналогов в действительности. Философия изучает творческое продуктивное В., которое, отталкиваясь от наличной вещи с ее случайными признаками и особенностями …   Философская энциклопедия

  • γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • γραφολεκτική — η μέθοδος διδασκαλίας τών πρώτων γραμμάτων με τη γραφή και τον λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραφή + λεκτική (πρβλ. λεκτικός). Η λ. μαρτυρείται το 1880 από τον Περ. Παπαδόπουλο στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κων / πόλεως] …   Dictionary of Greek

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek

  • ετεροφρασία — η ιατρ. διαταραχή στη χρησιμοποίηση τών λέξεων διακρίνεται σε λεκτική (ο ασθενής προφέρει ορθώς, αλλά χρησιμοποιεί κακώς τις λέξεις) και σε γραμματική ετεροφρασία (ο ασθενής κάνει αρθρικά λάθη και δημιουργεί νέες λέξεις χωρίς κανένα νόημα).… …   Dictionary of Greek

  • κεκαλλιεπημένως — (Α) επίρρ. με καλλιέπεια, με λεκτική χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκαλλιεπημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού καλλιεπῶ «μιλώ με ωραίες, κομψές φράσεις»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»